δέονθ' — δέονται , δέομαι lack pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) δέοντα , δέον there is need neut nom/voc/acc pl δέοντι , δέον there is need neut dat sg δέοντε , δέον there is need neut nom/voc/acc dual δέοντα , δέω 1 bind pres part act neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέοντ' — δέονται , δέομαι lack pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) δέοντα , δέον there is need neut nom/voc/acc pl δέοντι , δέον there is need neut dat sg δέοντε , δέον there is need neut nom/voc/acc dual δέοντα , δέω 1 bind pres part act neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέον — το (AM δέον) το δέον, τα δέοντα το αναγκαίο, το σωστό, αυτό που πρέπει να γίνει («υπέρ το δέον», «πέραν του δέοντος» υπερβολικά) νεοελλ. στον πληθ. τα δέοντα τα χαιρετίσματα, τα σεβάσματα («τα δέοντα στη μητέρα σου») αρχ. φρ. α) «ἐν δέοντι» στον… … Dictionary of Greek
δει — (AM δεῑ) (απρόσ. ρήμα) Ι. φρ. 1. «πολλοῡ δεῑ», «πολλοῡ γε καὶ δεῑ» απέχει πολύ, είναι πολύ μακριά από το να..., κατ ουδένα τρόπο 2. «ὀλίγου ή μικροῡ δεῑ ή ἐδέησε» παρά λίγο, λίγο έλειψε να... νεοελλ. φρ. «εδέησε να...» κατορθώθηκε επιτέλους να … Dictionary of Greek
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek